- πουερενπβήκις
- ό, Αάκλ. βλ. πορενβῆκις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορενβήκις — και πορεμβῆκις και πορεμβαῑκις και πουερενπβῆκις, ὁ, Α αυτός που εκτρέφει γεράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό pwrbik «το μεγαλύτερο γεράκι»] … Dictionary of Greek